κούνισμα

κούνισμα
κούνισμα, τὸ (Μ)
κούνημα, δόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. κούνησα τού κουνώ κατά το σχήμα κλονίζω: κλονώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”